Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμυθητικός -ή -ό [paramiθitikós] Ε1 : (λόγ.) ο παρηγορητικός: Παραμυθητικοί λόγοι, που εκφωνούνταν για να παρηγορήσουν κπ. για κάποια συμφορά.
[λόγ. < αρχ. παραμυθητικός]