Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμορφώνω [paramorfóno] -ομαι Ρ1 : αλλάζω, μεταβάλλω προς το χειρότερο τη μορφή, την όψη, το σχήμα κάποιου προσώπου ή πράγματος. 1. κάνω κτ. να φαίνεται ή να είναι ελαφρά ή τελείως διαφορετικό: Tο αυτοκίνητο παραμορφώθηκε από τη σύγκρουση. Tα πτώματα βρέθηκαν τελείως παραμορφωμένα, αγνώριστα. 2. κάνω κτ. άσκημο, δύσμορφο, αποκρουστικό: Tο πρόσωπό του παραμορφώθηκε από το δυστύχημα / την εγχείρηση / την οργή / τον πόνο. Tο σώμα του παραμορφώθηκε από το πάχος / την αρρώστια. Tα δάχτυλά της παραμορφώθηκαν από την αρθρίτιδα. 3. (μτφ.) διαστρεβλώνω, διαστρέφω, παραποιώ κτ.: ~ την αλήθεια / την πραγματικότητα / την ιστορία. Ο τύπος παραμόρφωσε τα γεγο νότα. Ο σταλινισμός παραμόρφωσε το σοσιαλισμό. 4. (τεχν.) αλλοιώνω κτ. (εικόνα, ήχο, σχήμα κτλ.): Kάθε σώμα παραμορφώνεται με την επίδραση μιας δύναμης.
[λόγ. < ελνστ. παραμορφ(ῶ) `αφαιρώ το σχήμα΄, μσν. σημ.: `διαφθείρω τη μορφή΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. déformer, défigurer]