Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραμερισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμερισμός ο [paramerizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραμερίζω (κυρ. στη σημ. 2): ~ εμποδίων / διαφορών / δισταγμών. || Tον πλήγωσε ο ~ του από έναν νεότερο και άπειρο στην υπηρεσία, ο παραγκωνισμός του, το ότι τον παραγκώνισαν.

[λόγ. παραμερισ- (παραμερίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες