Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραμερίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμερίζω [paramerízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. μετακινώ, απομακρύνω κπ. ή κτ. που καταλαμβάνει μια θέση, δεσμεύει ένα χώρο, εμποδίζει ή δυσκολεύει την κίνηση, τη διέλευση: Προσπαθήσαμε να περάσουμε παραμερίζοντας τους περίεργους που είχαν συγκεντρωθεί. Παραμέρισε λίγο τα πόδια σου για να κάτσω / να περάσω. 2. (μτφ.) απομακρύνω, βγάζω από τη μέση κπ. ή κτ. που εμποδίζει μια διαδικασία, μια εξέλιξη, που δυσχεραίνει την πραγματοποίηση ενός σχεδίου, ενός σκοπού: Aς παραμερίσου με τις διαφορές μας κι ας συνεννοηθούμε. Παραμέρισε τους δισταγμούς του και της μίλησε. Mε τη συζήτηση παραμερίστηκαν όλα τα εμπόδια. || παραγκωνίζω, υποσκελίζω: Tον παραμέρισαν κι έκαναν διευθυντή κάποιον άλλο. 3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι από μια θέση που δεσμεύει ένα χώρο, που εμποδίζει ή δυσκολεύει την κίνηση, τη διέλευση: Όλοι παραμέρισαν για να περάσει η πομπή / η κηδεία / το ασθενοφόρο. Παραμέρισαν τα σύννεφα και φάνηκε ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού. 4. (μτφ. για πρόσ.) απομακρύνομαι (οικειοθελώς) για να μην εμποδίζω κτ. (μιαν εξέλιξη κτλ.): Οι παλαιότεροι πρέπει να παραμερίσουν πια, για να τους διαδεχτούν οι νεότεροι.

[μσν. παραμερίζω < παράμερ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες