Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμελώ [parameló] -ούμαι Ρ10.9 : 1. δε δείχνω ενδιαφέρον, δε νοιάζομαι, δε φροντίζω για κτ. ή για κπ.: ~ τα μαθήματά μου / τα καθήκοντά μου / τις δουλειές μου. ~ το σώμα / το πνεύμα μου. Παραπονιέται ότι ο άντρας της την παραμελεί. H Θράκη είναι μια παραμελημένη περιοχή. Φρόντιζε τους άλλους παραμελώντας τον εαυτό του. 2. αμελώ.
[λόγ. < αρχ. παραμελῶ]