Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμεθόριος -α / -ος -ο [parameθórios] Ε15 : που βρίσκεται ή που διαμένει κοντά στα σύνορα: Παραμεθόριες περιοχές. Παραμεθόριοι πληθυσμοί. Παραμεθόρια φυλάκια. || (ως ουσ.) η παραμεθόριος, η περιοχή που βρίσκεται κοντά στα σύνορα: Διορίστηκε καθηγητής στην παραμεθόριο.
[λόγ. παρα- 1 μεθόριος]