Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμέληση η [paramélisi] Ο33 : έλλειψη φροντίδας, ενδιαφέροντος για κτ. ή για κπ.: ~ καθήκοντος / του σώματος / του σπιτιού.
[λόγ. παραμελη- (παραμελώ) -σις > -ση]