Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμάνα 1 η [paramána] Ο25 : γυναίκα που θήλαζε ξένα παιδιά με αμοιβή και που (συχνά) παρακολουθούσε την ανατροφή τους στη νηπιακή ηλικία· (πρβ. τροφός, νταντά, γκουβερνάντα).
[παρα- 1 μάνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμάνα 2 η : είδος καρφίτσας, λυγισμένης κατά τρόπο που να σχηματί ζει έλασμα με τα δύο του σκέλη παράλληλα, έτσι ώστε η αιχμή του ενός άκρου με ελαφρά πίεση να μπαίνει στην πεπλατυσμένη κεφαλή του άλλου· χρησιμοποιείται για να συνδέει ή να στερεώνει κτ. (υφάσματα, ρού χα κτλ.): Έπιασα πρόχειρα το παντελόνι μου με ~. ~ ασφαλείας, με ειδι κό κούμπωμα που δεν ανοίγει εύκολα.
[βεν. paraman (εργαλείο προστατευτικό του χεριού κατά το ράψιμο των πανιών) παρετυμ. παραμάνα 1]