Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραλύω [paralío] Ρ αόρ. παρέλυσα και (προφ.) παράλυσα, απαρέμφ. παραλύσει, μππ. παραλυμένος* : 1. παθαίνω ή προκαλώ παράλυση1: Παρέλυσε η αριστερή πλευρά του σώματός του από εγκεφαλική αιμορραγία. Tα πόδια μου παρέλυσαν από τον τρόμο. Tον παρέλυσε ο φόβος. 2. (μτφ.) παθαίνω ή προκαλώ αποδιοργάνωση, νέκρωση λειτουργίας, δραστηριοτήτων, κινήσεων κτλ.: Παρέλυσαν οι συγκοινωνίες / οι δημόσιες υπηρεσίες. H απεργία των εργαζομένων παρέλυσε τη χώρα.
[λόγ. ενεργ. < αρχ. (συνήθ. παθ.) παραλύομαι (παραλύω: `λύνω και αποσπώ΄) & σημδ. γαλλ. paralyser (< ελνστ. παράλυσις)]