Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραλυτικός -ή -ό [paralitikós] Ε1 : 1. που προκαλεί παράλυση: H πολιομυελίτιδα προκαλεί παραλυτικά φαινόμενα. H έλλειψη επενδύσεων ασκεί παραλυτική επίδραση στην οικονομία. 2. που πάσχει από παράλυ ση: Παραλυτικά άνω / κάτω άκρα. || (ως ουσ.) ο παραλυτικός, αυτός που πάσχει από παράλυση: Ο ~ της Kαπερναούμ. Tο θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού.
παραλυτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. < ελνστ. παραλυτικός (στη σημ. 2)]