Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραλυμένος -η -ο [paraliménos] Ε3 : I1. που έχει πάθει παράλυση: Tο σώμα του ήταν ακίνητο, παραλυμένο από το φόβο. 2. που είναι αποδιορ γανωμένος, που δε λειτουργεί: H προηγούμενη κυβέρνηση άφησε τη χώ ρα με παραλυμένη οικονομία. II. (συνήθ. ως ουσ.) ο έκλυτος στα ήθη, ο διεφθαρμένος, ο ακόλαστος (κυρ. για άντρες μεγάλης ηλικίας): Kυνηγάει μικρούλες, ο ~.
[λόγ. μππ. του παραλύω, μτφρδ.: I: γαλλ. paralysé· II: γαλλ. relâché]