Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραλογισμός ο [paralojizmós] Ο17 : σκέψη, λόγος, ενέργεια ή συμπεριφορά παράλογη, ανόητη, αντίθετη προς την (κοινή) λογική και τη φρόνηση: H οργή και το μίσος τον οδήγησαν σε παραλογισμούς. Δεν μπορώ πια ν΄ ακούω / να ανέχομαι / να υφίσταμαι τους παραλογισμούς της. Φτάσαμε σε κατάσταση παραλογισμού. || (λογ.) εσφαλμένος συλλογισμός εξαιτίας ακούσιας παράβασης των συλλογιστικών κανόνων και τύπων: Tο σόφισμα αποτελεί περίπτωση ηθελημένου παραλογισμού.
[λόγ. < αρχ. παραλογισμός]