Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραλογίζομαι [paralojízome] Ρ2.1β : σκέφτομαι, μιλώ ή φέρομαι παράλογα, ανόητα, αντίθετα προς τη λογική και τη φρόνηση: Ώρες ώρες παραλογίζεται. Έλα στα σύγκαλά σου και μην παραλογίζεσαι.
[λόγ. < αρχ. παραλογίζομαι]