Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραληρώ [paraliró] Ρ10.9α : 1. βρίσκομαι, είμαι σε κατάσταση παραληρήματος1: Παραληρούσε μέσα στον πυρετό της. 2. φλυαρώ ασυνάρτητα. 3. (μτφ.) βρίσκομαι, είμαι σε κατάσταση ασυγκράτητου, υστερικού ενθουσιασμού, παροξυσμού: Tα πλήθη παραληρούσαν.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. παραληρῶ· 3: σημδ. γαλλ. délirer]