Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραλείπω [paralípo] -ομαι Ρ αόρ. παρέλειψα και (προφ.) παράλειψα, απαρέμφ. παραλείψει, παθ. αόρ. παραλείφθηκα, απαρέμφ. παραλειφθεί : συνειδητά ή ακούσια, δεν κάνω, δεν αναφέρω κτ. (που θα μπορούσα ή θα όφειλα να κάνω ή να πω): Παρέλειψε (να αναφέρει) το όνομά μου. Παρέλειψα να ταχυδρομήσω το γράμμα, ξέχασα, αμέλησα. ~ το επόμενο κεφάλαιο και διαβάζω παρακάτω, αφήνω. ~ (να κάνω) το καθήκον μου. Παρέλειψα να σας πω κάτι σημαντικό. Kατά τη δημοσίευση του κειμένου από το πρωτότυπο παραλείφθηκαν ορισμένες λέξεις. || (έκφρ.) δεν ~ να
, φροντίζω (συστηματικά): Δεν ~ να διαβάζω καθημερινά τις πρωινές εφημερίδες. τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, ό,τι γίνεται εύκολα, αυτονόητα αντιληπτό, δε χρειάζεται να ειπωθεί, να αναφερθεί. || (μπε. ως ουσ.) τα παραλειπόμενα, πλευρές ή πτυχές γεγονότων που δε γίνονται δημόσια γνωστές (τουλάχιστον κατά το χρόνο που συμβαίνουν): Tα παραλειπόμενα της υπόθεσης / του συνεδρίου / της συνάντησης.
[λόγ. < αρχ. παραλείπω]