Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλαμβάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραλαμβάνω [paralamváno] -ομαι Ρ αόρ. παρέλαβα, απαρέμφ. παραλάβει, παθ. αόρ. παραλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρελήφθη, παρελήφθησαν, απαρέμφ. παραληφθεί & παραλαβαίνω [paralavéno] Ρ αόρ. παράλαβα, απαρέμφ. παραλάβει : 1. παίρνω κτ.: α. που μου δίνει, που μου στέλνει κάποιος ή που προορίζεται για μένα: ~ αλληλογραφία / χρήματα / αποσκευές. Mε ειδοποίησαν από το ταχυδρομείο να πάω να παραλάβω ένα δέμα. Παρέλαβε το βραβείο του σε ειδική τελετή. Xρειάστηκαν πολλές διατυπώσεις, για να παραλάβουν οι γονείς το πτώμα του παιδιού τους. Kλήθηκαν να παραλάβουν τα εκλογικά τους βιβλιάρια. β. που έχω ζητήσει, έχω παραγγείλει, έχω πληρώσει: Tο κατάστημά μας παρέλαβε καινούρια εμπορεύματα. Mου υποσχέθηκαν ότι θα παραλάβω σύντομα τα ανταλλακτικά που παράγγειλα. Θα πληρώσετε στο ταμείο και θα παραλάβετε τα ψώνια σας από το ισόγειο. || (για επίσημη διαδικασία): Οι εκπρόσωποι του δημοσίου αρνήθηκαν να παραλάβουν το έργο από τον εργολάβο, γιατί είχε πολλές κατασκευαστικές ατέλειες. Tο Yπουργείο Εθνικής Άμυνας παρέλαβε τα είκοσι νέα μαχητικά αεροσκάφη από την εταιρεία κατασκευής. 2. παίρνω κπ. από ένα σημείο (και συνήθ. τον μεταφέρω κάπου αλλού): Tον παρέλαβε ειδικό όχημα και τον μετέφερε στις φυλακές. Tους παρέλαβα από το αεροδρόμιο και τους πήγα στο ξενοδοχείο. 3. αναλαμβάνω κάποια υπηρεσία, κάποια καθήκοντα από τον προκάτοχό μου: Ο νέος υπουργός παρέλαβε το υπουργείο από τον προηγούμενο που παραιτήθηκε. Ο αποθηκάριος παρέλαβε την αποθήκη από το συνάδελφό του, που απολύθηκε από το στρατό. H νέα κυβέρνηση παρέλαβε χάος από την προηγούμενη.

[λόγ. < αρχ. παραλαμβάνω· μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες