Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραλία η [paralía] Ο25 : τμήμα, ζώνη ξηράς που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα· (πρβ. ακτή): H ~ της Θεσσαλονίκης / του Bόλου. Πήγαμε βόλτα στην ~. Tα καταστήματα της παραλίας έχουν μεγάλη κίνηση το καλοκαίρι.
[λόγ. < αρχ. παραλία (ενν. χώρα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραλιακός -ή -ό [paraliakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που βρίσκεται σε παραλία: Παραλιακή οδός / λεωφόρος / πόλη. Aκολουθήσαμε τον παραλιακό δρόμο. || (ως ουσ.) ο παραλιακός, η παραλιακή, παραλιακός δρόμος, παραλιακή λεωφόρος: Θα ακολουθήσεις την παραλιακή μέχρι το ύψος του ξενοδοχείου τάδε.
παραλιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παραλί(α) -ακός]