Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραλέω [paraléo] Ρ (βλ. και λέω) πρτ. παραέλεγα, αόρ. παραείπα και (προφ.) παράπα, απαρέμφ. παραπεί : κυρίως στην έκφραση τα ~, λέω υπερβολές, μιλώ με υπερβολή για κτ., το μεγαλοποιώ: Δε σου φαίνεται πως τα παραλές; Tα παραείπε λίγο, για να μας εντυπωσιάσει.
[παρα- 2 + λέω (διαφ. το αρχ. παραλέγω `μιλώ άσκοπα΄)]