Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακωλύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακωλύω [parakolío] -ομαι Ρ9 : (λόγ.) παρεμποδίζω: Παρακωλύονται οι συγκοινωνίες / οι δραστηριότητες / οι διαδικασίες.

[λόγ. παρα- 1 κωλύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες