Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακοιμώμενος ο [parakimómenos] Ο19 : 1. (ιστ.) τίτλος ανώτατου αξιωματούχου στο Bυζάντιο: Ο ~ του αυτοκράτορα. 2. (ειρ.) αυτός που αποτελεί το πρόσωπο της εμπιστοσύνης κάποιου (συνήθ. ιεραρχικά) ανωτέρου του, που διατηρεί με αυτόν στενές, προνομιακές και - σε ένα βαθμό- υποτελείς σχέσεις: ~ του υπουργού.
[λόγ. < μσν. παρακοιμώμενος μππ. του ελνστ. παρακοιμῶμαι `κοιμάμαι και κρατώ σκοπιά στο πλάι κάποιου΄]