Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακοή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακοή η [parakoí] Ο29 : η ανυπακοή, η απείθεια σε εντολές, σε διαταγές, η μη τήρηση, η μη εφαρμογή τους. ANT υπακοή: H ~ του του στοίχισε βαριά τιμωρία.

[λόγ. < ελνστ. παρακοή, αρχ. σημ.: `ατελές άκουσμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες