Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακλητικός -ή -ό [paraklitikós] Ε1 : α. που εκφράζει παράκληση, ικετευτικός: Tο βλέμμα του ήταν παρακλητικό. β. (εκκλ.) παρακλητικοί κανόνες, ακολουθίες που περιέχουν κυρίως δεήσεις προς το Θεό, την Παναγία ή προς αγίους. γ. (εκκλ., ως ουσ.) η Παρακλητική, λειτουργικό βιβλίο της ορθόδοξης εκκλησίας.
παρακλητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. α. [α, β: ελνστ. παρακλητικός, αρχ. σημ.: `που παρωθεί΄· γ: μσν. σημ.]