Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακλάδι το [parakláδi] Ο44 : 1. μικρό κλαδί δέντρου ή θάμνου. 2. (μτφ.) σχετικά αυτοτελές τμήμα αποχωρισμένο από ένα ενιαίο σύνολο, οργανισμό, του οποίου αποτελεί παράρτημα: Παρακλάδια οργανώσεων / επιχειρήσεων. Πολυεθνική εταιρεία με παρακλάδια σ΄ όλη την Ευρώπη. H οπτική είναι ~ της φυσικής, κλάδος.
[μσν. παρακλάδιον < παρα- 1 κλάδ(ος) -ιον > -ι]