Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακαμπτήριος η [parakamptírios] Ο36 : α. τμήμα δευτερεύοντος δρόμου, που χρησιμοποιείται όταν στο αντίστοιχο τμήμα του κύριου δρόμου διακόπτεται προσωρινά η κυκλοφορία: Πήραμε μια παρακαμπτήριο για ν΄ αποφύγουμε να διασχίσουμε την πόλη. β. δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμή δίπλα στην κύρια, που χρησιμοποιείται για διασταυρώσεις ή ελιγμούς αμαξοστοιχιών.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. παρακαμπτήριος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακαμπτήριος -α -ο [parakamptírios] Ε6 : που παρακάμπτει κτ., που χρησιμοποιείται για να παρακαμφθεί κτ.: ~ δρόμος ή παρακαμπτήρια οδός, η παρακαμπτήριοςα. Παρακαμπτήρια σιδηροδρομική γραμμή, η παρακαμπτήριοςβ.
[λόγ. παρακάμπ(τω) -τήριος]