Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακίνηση η [parakínisi] Ο33 : η ενθάρρυνση, η προτροπή που γίνεται σε κπ. με κατάλληλα λόγια, συμπεριφορές ή που προκαλείται από κάποιες συνθήκες, καταστάσεις και οδηγεί σε ενέργειες, πράξεις, δραστηριότητες: Tο αποφάσισε ύστερα από ~ των φίλων του.
[λόγ. < ελνστ. παρακίνη(σις) -ση]