Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακέντηση η [parakéndisi] Ο33 : (ιατρ.) η εισαγωγή κοίλης βελόνας σε όργανο, αγγείο ή κοιλότητα του σώματος που περιέχει υγρό, με στόχο την αναρρόφησή του για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς: Tου αφαίρεσαν με ~ το υγρό από τα ιγμόρια. Θα του κάνουν ~ στη σπονδυ λική στήλη, για να δουν από τι πάσχει.
[λόγ. < ελνστ. παρακέντη(σις) -ση]