Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραινώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραινώ [parenó] Ρ10.10α : (λόγ.) συμβουλεύω, νουθετώ, προτρέπω κπ. να κάνει κτ. καλό, θετικό.

[λόγ. < αρχ. παραινῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες