Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραθαλάσσιος, επίθ.· θηλ. παραθαλασσιά.
-
— Πβ. παραθαλασσία και παραθαλάσσιον.
- Παραθαλάσσιος:
- εις την γην την παραθαλασσίαν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 257).
- Το θηλ. παραθαλάσσιος ως ουσ. = παραλία:
- διά της θαλάσσης απέ την ριβέραν, τουτέστιν από την παραθαλάσσιον (Ασσίζ. 2387).
[αρχ. επίθ. παραθαλάσσιος. Η λ. και σήμ.]
- Παραθαλάσσιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραθαλάσσιος -α -ο [paraθalásios] Ε6 : που βρίσκεται (πολύ) κοντά, δίπλα σε θάλασσα, παραλιακός: Παραθαλάσσιες πόλεις / περιοχές / εγκαταστάσεις. Παραθαλάσσια οικόπεδα / σπίτια. || (ως ουσ.) το παραθαλάσσιο, κατοικία κοντά στη θάλλασσα: Δε θα πάτε φέτος στο παραθαλάσσιο;
[λόγ. < αρχ. παραθαλάσσιος]