Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραθέτω [paraθéto] -ομαι, παρατίθεμαι [paratíθeme] Ρ αόρ. παρέθεσα και παράθεσα, απαρέμφ. παραθέσει, παθ. παρατίθεμαι, παρατίθεσαι, παρατίθεται, παρατιθέμεθα, παρατίθεστε, παρατίθενται, και (προφ.) παραθέτομαι, αόρ. παρατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρετέθη, παρετέθησαν, απαρέμφ. παρατεθεί : 1. παρουσιάζω, αναφέρω, εκθέτω μια σειρά γεγονότα, απόψεις, στοιχεία κτλ. το ένα δίπλα ή μετά το άλλο: Παραθέτει σημαντικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του. Στο κείμενο παρατίθενται και άχρηστες λεπτομέρειες. 2. συγκρίνω, παραβάλλω: Tα γεγονότα που παρατίθενται, οδηγούν σε κάποιο συμπέρασμα. 3. (στο γραπτό λόγο) αναφέρω, επαναλαμβάνω αυτούσιο το κείμενο (ή αποσπάσματα) ενός συγγραφέα μέσα σε δικό μου κείμενο: Ο συγγραφέας παραθέτει στίχους από τον Όμηρο. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται οι επιστολές του εκδότη προς το συγγραφέα. 4. (επίσ.) προσφέρω (ιδ. φαγητό): Θα παρατεθεί γεύμα προς τιμήν του ξένου πρωθυπουργού.
[λόγ. < αρχ. παρατίθημι (κατά το τίθημι > θέτω), παρατίθεμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραθέτω· υποτ. αορ. παραθήσει.
-
- 1) Τοποθετώ το φαγητό στο τραπέζι μπροστά από τους συνδαιτημόνες:
- Εκείνος δε εις τράπεζαν άπαντα παραθήσας (Διγ. Z 4051)·
- (εδώ αμτβ.) στρώνω το τραπέζι:
- αφού δε παραθέσουσι και νίψεται και κάτσει … (Προδρ. III 130 χφφ GMPK κριτ. υπ).
- 2)
- α) Αφήνω στην άκρη, εγκαταλείπω κ.:
- Λοιπόν αν τύχει δεύτερον εις τον ζυγόν να πέσεις, κάμε κουτάλες δυνατές να μην το παραθέσεις (Δεφ., Λόγ. 556)·
- β) αφήνω, παραλείπω:
- ας παραθέσομεν τέτοιαν πολυλογία, διατί 'ν’ κακή (Φαλιέρ., Λόγ. 255).
- α) Αφήνω στην άκρη, εγκαταλείπω κ.:
[<αρχ. παρατίθημι. Τ. ‑κω στο Somav. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τοποθετώ το φαγητό στο τραπέζι μπροστά από τους συνδαιτημόνες: