Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδόπιστος -η -ο [paraδópistos] Ε5 : που πιστεύει (μόνο) στο χρήμα, που το αγαπάει υπερβολικά· φιλοχρήματος.
[λόγ. παραδ- (παράς) -ο- + πίστ(η) -ος]