Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραδόξως, επίρρ.
-
- α) Αντίθετα με το λογικά αναμενόμενο:
- (Διγ. Gr. 1103), (Διγ. Z 3871)·
- β) απροσδόκητα, ανέλπιστα:
- Έκαμε τυφλός χρόνους δέκα κι εις τους ένδεκα παραδόξως ανέβλεψεν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 237)·
- γ) (προκ. για θεϊκή παρέμβαση) με τρόπο θαυμαστό:
- Ο Θεός … οικονόμησε με τοιούτον τρόπον να διαφυλάξει παραδόξως και παρ’ ελπίδα τούτο το άγιον Μοναστήριον (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 193).
[αρχ. επίρρ. παραδόξως. Η λ. και σήμ.]
- α) Αντίθετα με το λογικά αναμενόμενο: