Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδοτέος -α -ο [paraδotéos] Ε4 : (για εμπορεύματα, αγαθά) που πρέπει να παραδοθεί σε κπ. ή κάπου: Εμπορεύματα παραδοτέα αυθημερόν στον παραλήπτη.
[λόγ. < αρχ. παραδοτέος]