Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδοσιακός -ή -ό [paraδosiakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην παράδοσηII1 ή που γίνεται σύμφωνα με αυτήν· (πρβ. πατροπαράδοτος). ANT σύγχρονος, μοντέρνος: Παραδοσιακή μαγειρική / κουζίνα. ~ γάμος / οικισμός. Παραδοσιακά σπίτια. ~ τρόπος σκέψης. Παραδοσιακή φιλοξενία / νοικοκυρά.
παραδοσιακά ΕΠIΡΡ: Mαγειρεύει / σκέφτεται / γιορτάζει ~. [λόγ. παράδοσι(ς) -ακός μτφρδ. γαλλ. traditionnel]