Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδεισένιος -α -ο [paraδisénos] Ε4 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον Παράδεισο. 2. (μτφ.) που είναι πάρα πολύ ωραίος, θεσπέσιος, ονειρεμένος: Παραδεισένιες ακτές / παραλίες / τοποθεσίες. Tαξίδι στα παραδεισένια νησιά. Zωή παραδεισένια, πολύ ωραία, ευτυχισμένη.
[παράδει σ(ος) -ένιος]