Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδειγματισμός ο [paraδiγmatizmós] Ο17 : πράξη, ενέργεια που γίνεται για να χρησιμεύσει ως παράδειγμα, για να διδάξει, να σωφρονίσει: Tον τιμώρησαν για παραδειγματισμό.
[λόγ. < ελνστ. παραδειγματισμός]