Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραδίνω, παραδ(ι)ώ,
- βλ. παραδίδω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδίνω 1 [paraδíno] Ρ αόρ. παράδωσα και παραέδωσα, απαρέμφ. παραδώσει : δίνω, παρέχω σε κπ. κτ. καθ΄ υπερβολή: Mην του παραδίνεις θάρρος, γιατί θα σου πάρει τον αέρα.
[παρα- 2 + δίνω]