Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραδέχομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραδέχομαι [paraδéxome] Ρ3β : 1. δέχομαι, αναγνωρίζω κτ. ως αληθινό ή ως σωστό, το εγκρίνω, συμφωνώ μ΄ αυτό· (πρβ. αποδέχομαι): Δεν παραδέχεται τις μαρξιστικές ερμηνείες / απόψεις. 2. ομολογώ κτ., το αναγνωρίζω ως πραγματικό, ως γεγονός: Παραδέχτηκε ότι είπε ψέματα / ότι έσφαλε / ότι είχε άδικο. Γιατί δεν παραδέχεσαι ότι έκανες λάθος; Παραδέχτηκε την ήττα του. 3. αναγνωρίζω την αξία, τις ικανότητες κάποιου: Tον παραδέχτηκα για το θάρρος του. Aν καταφέρεις να τον πείσεις, θα σε παραδεχτώ.

[αρχ. παραδέχομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
παραδέχομαι.
  • 1)
    • α) Παραδέχομαι· δέχομαι, αποδέχομαι:
      • (Ιστ. πατρ. 13817), (Δούκ. 4034), (Λίβ. Sc. 1823
      • (μεταφ.):
        • πάντα τα τερπνά του πλάνου κόσμου τούτου θάνατος παραδέχεται, Άδης παραλαμβάνει (Διγ. Z 4229
    • β) συμφωνώ:
      • Η κόρη ου παραδέχεται ίνα το συγκατέβῃ (ενν. να τον συμπεθεριάσουν) (Ιμπ. 271).
  • 2) Ανέχομαι, «σηκώνω»:
    • ο πόλεμος ουδέν παραδέχεται σώματα γυναικώδη (Σοφιαν., Παιδαγ. 111).
  • 3) Καταδέχομαι:
    • ου παραδέχομαι να λάβω το φλουρί σου (Ριμ. Βελ. ρ 941).

[αρχ. παραδέχομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες