Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγωγικός -ή -ό [paraγojikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή που αναφέρεται στην παραγωγή1: Παραγωγική μονάδα / διαδικασία. Παραγωγικές τάξεις, κοινωνικές ομάδες που ασχολούνται με την παραγωγή, κυρίως ως ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (βιομήχανοι, βιοτέχνες, επιχειρηματίες κτλ.). Παραγωγικές δαπάνες, που γίνονται για τη βελτίωση της παραγωγής. β. που δημιουργεί οικονομικά αγαθά, πλουτοφόρος: Παραγωγικό έδαφος / χωράφι, γόνιμο. Παραγωγική εργασία / απασχόληση, δημιουργική. γ. (συνήθ. για οικόσιτο ζώο) που γεννάει πολλά, που αποδίδει πολύ: Παραγωγική αγελάδα / κατσίκα. 2. που παράγει πολύ έργο, δημιουργικός: ~ καλλιτέχνης / συγγραφέας / ποιητής. Είναι πολύ ~ στη δουλειά του. 3α. (λογ.) ~ συλλογισμός, που ξεκινάει από γενικές κρίσεις και καταλήγει σε μερικές. ANT επαγωγικός. β. (γραμμ.) παραγωγική κατάληξη, που προστίθεται στο θέμα μιας λέξης και δημιουργεί μιαν άλλη.
παραγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παραγωγ(ή) -ικός, μτφρδ.: 1, 2: γαλλ. productif· 3α: γαλλ. déductif· 3β: αγγλ. derivational]