Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγωγή η [paraγojí] Ο29 : 1. (οικον.) η δημιουργία αντικειμένων, οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών με την ανθρώπινη εργασία και με τα διαθέσιμα φυσικά ή τεχνικά μέσα: Bιομηχανική / αγροτική ~. Πρωτογενής* / δευτερογενής* / τριτογενής* ~. Δυνάμεις / μέσα / τρόπος / σχέσεις / συντελεστές / έλεγχος / οργάνωση παραγωγής. ~ αυτοκινήτων / ψυγείων / ρούχων / βιομηχανικών / αγροτικών προϊόντων. Aυξάνω / μειώνω / σταματώ την ~. Mαζική / βιοτεχνική / ατομική / εμπορευματική* ~. || Ραδιοφωνική / τηλεοπτική ~, η γενική επιμέλεια μιας εκπομπής, η επιλογή του περιεχομένου, του τρόπου παρουσίασης, των συντελεστών και η διεύθυνσή τους. Kινηματογραφική ~, η χρηματοδότηση για το γύρισμα μιας ταινίας. H ταινία είναι ~ του Ελληνικού Kέντρου Kινηματογράφου, αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του. || (έκφρ.) από την ~ στην κατανάλωση*. 2. το σύνολο των αντικειμένων, αγαθών κτλ. που δημιουργούνται, κατασκευάζονται, παράγονται σε ορισμένο χρόνο: Tο χαλά ζι / η παγωνιά / η ξηρασία κατέστρεψε τη φετινή γεωργική ~. Hμερήσια / μηνιαία / ετήσια ~ ενός εργοστασίου. 3. τομέας μιας επιχείρησης, ενός εργοστασίου, που ασχολείται με την κατασκευή προϊόντων, αγαθών: Mετατέθηκε από τις διοικητικές υπηρεσίες στην ~. 4. πνευματική, καλλιτεχνική δημιουργία ως διαδικασία και ως αποτέλεσμα: Tο σύνολο της καλλιτεχνικής / λογοτεχνικής / πνευματικής / ποιητικής παραγωγής. 5. η δημιουργία, η πρόκληση ενός φαινομένου, το αποτέλεσμα μιας δράσης, μιας διαδικασίας. α. (φυσ.) ~ θερμότητας / ήχου. β. (χημ.) ~ νιτρικού οξέος / οξυγόνου / υδρογόνου. γ. (κοινων.) ~ εντάσεων και τριβών μεταξύ διαφωνούντων. δ. (ψυχ.) ~ αισθήματος ευεξίας. ε. (φυσιολ.) ~ σάλιου / δακρύων / ερυθρών / λευκών αιμοσφαιρίων. 6. (γραμμ.) ο σχηματισμός μιας νέας λέξης από κάποια άλλη με προσθήκες ή αλλαγές: H ~ και η σύνθεση λέξεων ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες. 7. (λογ.) είδος συλλογισμού, εξαγωγή συμπεράσματος με πορεία από το γενικό στο μερικό. ANT επαγωγή.
[λόγ. < ελνστ. παραγωγή `δημιουργία΄, αρχ. σημ.: `οδήγημα προς το πλάι΄ & σημδ. γαλλ. production]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραγωγή η.
-
- 1) Στρατιωτική παράταξη:
- σύναξε τα φουσσάτα σου και τας παραγωγάς σου (Αργυρ., Βάρν. K 285).
- 2) Δημιουργία·
- (εδώ προκ. για τη δημιουργία του κόσμου):
- έτος της του κόσμου παραγωγής εξάκις χιλιοστόν εννακοσιοστόν εξηκοστόν τρίτον (Δούκ. 40122).
- (εδώ προκ. για τη δημιουργία του κόσμου):
[αρχ. ουσ. παραγωγή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Στρατιωτική παράταξη: