Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραγράφω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραγράφω 1 [paraγráfo] -ομαι Ρ αόρ. παρέγραψα, απαρέμφ. παραγράψει, παθ. αόρ. παραγράφηκα, απαρέμφ. παραγραφεί, μππ. (προφ.) παραγραμμένος (συνήθ. παθ.) : (νομ.) ακυρώνω δικαίωμα για άσκηση αγωγής, μήνυσης κτλ., καταργώ συνέπειες αδικήματος συνήθ. ύστερα από παρέλευση ορισμένου χρόνου: Δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη, γιατί τα αδικήματα έχουν ήδη παραγραφεί. || σβήνω, διαγράφω, καταργώ κτ.: Tα χρέη των αγροτών παραγράφηκαν. Kαταθέσεις μικροποσών που δεν παρουσιάζουν κίνηση, παραγράφονται.

[λόγ. < ελνστ. παραγράφω `διαγράφω΄, αρχ. σημ.: `ζητώ δικαστική αναβολή΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραγράφω 2, -ομαι Ρ αόρ. παράγραψα και παραέγραψα, απαρέμφ. παραγράψει, παθ. αόρ. παραγράφτηκα, απαρέμφ. παραγραφτεί, μππ. παραγραμμένος : γράφω πάρα πολύ, για μεγάλο χρονικό διάστημα: Παράγραψα σήμερα και πιάστηκε το χέρι μου. Παραγράφτηκαν πολλά για αυτή την ιστορία.

[παρα- 2 + γράφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες