Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγνωρίζω [paraγnorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω εσφαλμένη κρίση, εκτίμηση, υποτιμώ κπ. ή κτ.: Tο έργο του παραγνωρίστηκε όσο ζούσε και αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του. Είναι παραγνωρισμένος καλλιτέχνης. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε (και) το γεγονός ότι οι ενέργειές του έγιναν με καλή πρόθεση. 2. κάνω λάθος στην αναγνώριση προσώπου: Tον παραγνώρισα και τον πέρασα για κάποιο γνωστό μου.
[λόγ. < ελνστ. παραγνωρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραγνωρίζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Αμτβ.
- α) παραγνωρίζω, κάνω λάθος στην αναγνώριση:
- Ύπαγε, παρεγνώρισες· ουκ είμαι εγώ τόν λέγεις (Γλυκά, Στ. 541)·
- β) παρερμηνεύω, παρανοώ:
- πρόσποτε να παραγνωρίσουν οι στενοχωρετάδες τους (Πεντ. Δευτ. XXXII 27).
- α) παραγνωρίζω, κάνω λάθος στην αναγνώριση:
- Β́ (Μτβ.) αναγνωρίζω καλά:
- παραγνωρίζουσιν (ενν. το 'ποκάμισον του Ιωσήφ) κι έχουν μεγάλην πρίκαν (Χούμνου, Κοσμογ. 1592).
- Ά Αμτβ.
- II. (Μέσ., με την πρόθ. προς + αιτιατ. προσώπου) δε δίνω σημεία αναγνώρισης σε κάπ., προσποιούμαι τον ξένο:
- είδεν ο Ιοσέφ τους αδερφούς του … κι επαραγνωρίστην προς αυτουνούς και εσύντυχεν μετά αυτουνούς σκληρά (Πεντ. Γέν. XLII 7).
[<παρα‑ + γνωρίζω. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- I. Ενεργ.