Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγκωνισμός ο [paraŋgonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραγκωνίζω, παραμερισμός: Mετά τον παραγκωνισμό του στην επιχείρηση υπέβαλε παραίτηση.
[λόγ. παραγκωνισ- (παραγκωνίζω) -μός]