Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραγεμιστός, επίθ.
-
- (Για φαγητό) που είναι γεμισμένος με διάφορα υλικά ή καρυκεύματα·
- (εδώ παιγνιωδώς):
- ψωλήν διαβόλου παραγεμιστή (Σπανός B 230).
- (εδώ παιγνιωδώς):
[<παραγεμίζω. Η λ. και σήμ.]
- (Για φαγητό) που είναι γεμισμένος με διάφορα υλικά ή καρυκεύματα·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγεμιστός -ή -ό [parajemistós] Ε1 : (παλαιότ.) ο γεμιστός.
[μσν. παραγεμιστός < παραγεμισ- (παραγεμίζω) 1 -τός]