Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραγεμίζω.
-
- Γεμίζω το κύριο φαγητό με άλλα υλικά ή καρυκεύματα:
- να τονε σκίσουν (ενν. το γάδαρο) στην κοιλιά, να τον παραγεμίσουν, να τονε κάμουσιν ψητόν (Γαδ. διήγ. 432).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = παραγεμιστός:
- πασπαλάδας λιπαράς και παραγεμισμένας (Διήγ. παιδ. 380).
[<παρα‑ + γεμίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Γεμίζω το κύριο φαγητό με άλλα υλικά ή καρυκεύματα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγεμίζω 1 [parajemízo] Ρ2.1α μππ. παραγεμισμένος : 1. (στη μαγειρική) προσθέτω γέμιση σε φαγητά, κυρίως πουλερικά και λαχανικά: Γαλοπούλα παραγεμισμένη με κουκουνάρια, καρύδια και σταφίδες. 2. (μτφ. για λόγο, κείμενο κτλ.) προσθέτω, παρεμβάλλω στοιχεία που πλεονάζουν, που περιττεύουν: Λόγος παραγεμισμένος με στομφώδεις ρητορείες.
[μσν. *παραγεμίζω (πρβ. μσν. παραγεμιστός) < παρα- 1 γεμίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγεμίζω 2 : γεμίζω κτ. περισσότερο από το κανονικό ή είμαι γεμάτος περισσότερο από όσο πρέπει: Bάλε βενζίνη στο ρεζερβουάρ, αλλά πρόσεξε να μην το παραγεμίσεις. Παραγέμισε το λεωφορείο κι οι επιβάτες είναι ο ένας πάνω στον άλλο.
[παρα- 2 + γεμίζω]