Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγγελία η [parangelía] Ο25 : 1. διαβίβαση, διατύπωση εντολής, σύστασης, απαίτηση για την πραγματοποίηση της θέλησης, της επιθυμίας κάποιου: Άφησε ~ να μην τον ενοχλήσει κανείς. Έδωσα ~ στο σερβιτόρο. 2. εντολή (άμεση ή μέσο τρίτων) για την προμήθεια, την κατασκευή ή και την αποστολή κάποιου είδους, συνήθ. εμπορεύματος: Δίνω / παίρνω / εκτελώ ~. Πήρα μια μεγάλη ~ επίπλων για ένα ξενοδοχείο. Tο κοστούμι σου είναι έτοιμο ή ~; (έκφρ.) ούτε ~ να το ΄χαμε, για κτ. που συνέβη συμπτωματικά, όπως ακριβώς το επιθυμούσαμε. 3. το αντικείμενο της εντολής, της παραγγελίας: Στείλαμε την ~ σας με το αεροπλάνο. (έκφρ.) κατά ~: α. με εντολή, υπόδειξη, καθοδήγηση κάποιου. β. για κτ. που συμβαίνει όπως ακριβώς το επιθυμεί κάποιος, σαν να το είχε παραγγείλει.
[λόγ. < αρχ. παραγγελία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγγελιά η [parange
á] Ο24 : (προφ., λαϊκ.) 1. παραγγελία κυρίως στη σημ. 1. 2. τραγούδι που ζητάει κάποιος θαμώνας νυχτερινού κέντρου από την ορχήστρα, για να το χορέψει αποκλειστικά ο ίδιος ή και η παρέα του. [μσν. παραγγελιά < αρχ. παραγγελία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραγγελία η· παραγγελιά· παραγγιλιά· πληθ. παραγγελές· παραγγιλές.
-
- 1)
- α) Εντολή, διαταγή, πρόσταγμα που διαβιβάζεται σε κάπ.:
- (Χρον. σουλτ. 4935), (Αχέλ. 477)·
- εβιάζουμου να πάγω … καθώς μου 'χες παραγγελιά (Φορτουν. Έ 16)·
- (προκ. για το Θεό ή την εκκλησία):
- (Μάρκ., Βουλκ. 3399)·
- είπεν ο Κύριος προς τον Μοσέ: «ως πού επεισματέψετε να φυλάξετε τις παραγγιλές μου …;» (Πεντ. Έξ. XVI 28)·
- φρ. κάμνω παραγγελιά = δίνω διαταγή:
- (Μαρκάδ. 603)·
- β) (προκ. για προγόνους)
- β1) εντολή, υποθήκη, παρακαταθήκη:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19918)·
- β2) διαθήκη:
- η ηγουμένη … ευρίσκεται αχαμνά, … φοβουμένη μήπως και καλέσει τηνε ο Θεός και παραγγελίαν δεν έχει καμωμένην … έκραξεν εμέν …, τον νοτάριον (Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164).
- β1) εντολή, υποθήκη, παρακαταθήκη:
- α) Εντολή, διαταγή, πρόσταγμα που διαβιβάζεται σε κάπ.:
- 2) Μήνυμα, επιθυμία που διαβιβάζεται σε κάπ.:
- Βαστάς μαντάτα και χαρτιά, παραγγελιές θλιμμένων (Απόκοπ. 105).
- 3)
- α) Συμβουλή, νουθεσία, υπόδειξη, σύσταση:
- (Φαλιέρ., Λόγ. 159)·
- β) (συν. στον πληθ.) διδαχές:
- βοά στις επιστολές του, ο Παύλος ο απόστολος, και στες παραγγελές του (Αλφ. 1520).
- α) Συμβουλή, νουθεσία, υπόδειξη, σύσταση:
- 4) Τιμωρία, σωφρονισμός:
- (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 107).
[αρχ. ουσ. παραγγελία. Ο τ. ‑ιά στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. Ο τ. παραγγιλιά και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)