Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραβολή (I) η.
-
- 1)
- α) Αλληγορική διήγηση, που χρησιμοποιείται για να καταδείξει ένα επιχείρημα ή για να υποστηρίξει μία θέση:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 385 (10))·
- επιτηδεύσου με άλλην μιαν όμορφην παραβολήν εις το προκείμενόν σου, να με καταπείσεις (Μπερτολδίνος 166)·
- β) (με ηθικό και πνευματικό περιεχόμενο):
- να μου λέγεις τέτοιες παραβολές, οδιά να μάθω καλά τι είναι η ζωή (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 6424)·
- γ) (προκ. για τις παραβολές του Χριστού στην Κ.Δ.):
- η παραβολή … του πτωχού Λαζάρου (Πένθ. θαν. 384).
- α) Αλληγορική διήγηση, που χρησιμοποιείται για να καταδείξει ένα επιχείρημα ή για να υποστηρίξει μία θέση:
- 2) Παρομοίωση:
- Λοιπόν εις την παραβολήν του γεωργού που ορίζεις άκουσον την απόκρισιν (Κορων., Μπούας 113).
- 3)
- α) Λόγος διδακτικός· απόφθεγμα, γνωμικό:
- Λέγει το κι η παραβολή …: αλί τόν βάλουν εις την γην (Απόκοπ. 163)·
- β) (προκ. για το βιβλίο της Π.Δ. «Παροιμίαι»):
- (Φαλιέρ., Λόγ. 43).
- α) Λόγος διδακτικός· απόφθεγμα, γνωμικό:
- 4) (Ναυτ.) παράκτια, αν όχι παραβολική, πορεία πλοίου, πλεύριση:
- (Πορτολ. Β 377).
[αρχ. ουσ. παραβολή. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- παραβολή (II) η,
- βλ. παρεμβολή.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβολή 1 η [paravolí] Ο29 : η τοποθέτηση ενός πράγματος δίπλα σε ένα άλλο με σκοπό τον παράλληλο έλεγχο ή τη σύγκριση (για τη διαπίστωση ομοιοτήτων, διαφορών κτλ.): Έκανα ~ του χειρογράφου με το δακτυλόγραφο, αντιπαραβολή.
[λόγ. < αρχ. παραβολή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβολή 2 η : αλληγορική διήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, που περιέχουν ηθικά, πνευματικά ή θρησκευτικά διδάγματα: H ~ του άσωτου υιού / του Tελώνη και του Φαρισαίου. Ο Xριστός δίδασκε συχνά με παραβολές.
[λόγ. < ελνστ. παραβολή, αρχ. σημ.: δες παραβολή 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβολή 3 η : (μαθημ.) είδος ανοιχτής επίπεδης καμπύλης γραμμής: Εστία / τόξο / άξονας παραβολής.
[λόγ. < ελνστ. παραβολή, αρχ. σημ.: δες παραβολή 1]