Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραβλέπω· επαραβλέπω.
-
- 1)
- α) Στραβοκοιτάζω, κοιτάζω κάπ. με κακές προθέσεις, εχθρικά:
- (Προδρ. IV 528), (Συναξ. γαδ. 17)·
- β) παραφυλάω, παραμονεύω κάπ.:
- εμίσαν τον εκείνον και επαράβλεπέν τον να του κακοποιήσει (Ασσίζ. 1127).
- α) Στραβοκοιτάζω, κοιτάζω κάπ. με κακές προθέσεις, εχθρικά:
- 2)
- α) Περιφρονώ κ.:
- (Διγ. Z 1932)·
- να παραβλέψεις το κακόν και το καλόν να ποίσεις (Αλφ. 1452)·
- β) αδιαφορώ, δεν ασχολούμαι με κάπ.:
- τους μεν άλλους πάντας παρέβλεπεν (ενν. ο Βαϊμούντος), εγύρευε δε τον δούκα (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 112· Ιστ. Ηπείρ. X13)·
- γ) παραμελώ κάπ., δε φροντίζω γι’ αυτόν:
- δεν εκάμετε καλά … να παραβλέπετε και να καταφρονείτε την … αδελφήν σας (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18331)·
- δ) αψηφώ, δεν υπολογίζω κάπ. ή κ.:
- την καύσιν επαρείδασι … και ενδυμένοι τ’ άρματα εις πόλεμον σεβαίναν (Κορων., Μπούας 57· Αλφ. (Μπουμπ.) I 54)·
-
- ε1) (προκ. για όρκο) αθετώ, παραβαίνω:
- (Διγ. Άνδρ. 33123)·
- ε2) (αμτβ.) παρεκτρέπομαι· παρανομώ:
- Ενικήθη ουν ο λογισμός μου εις την αμαρτίαν και επαρείδα (Διγ. Άνδρ. 39617).
- ε1) (προκ. για όρκο) αθετώ, παραβαίνω:
- α) Περιφρονώ κ.:
- 3) Προστατεύω, φυλάγω, φρουρώ κάπ. ή κ.:
- το ρήγα επαραβλέπασιν εις έτοια χρεία μεγάλη (Ερωτόκρ. Δ́ 1134· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 451), (Ερωτόκρ. Δ́ 1973).
[αρχ. παραβλέπω. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβλέπω 1 [paravlépo] -ομαι Ρ αόρ. παρέβλεψα και (οικ.) παράβλε ψα, απαρέμφ. παραβλέψει, παθ. αόρ. παραβλέφθηκα, απαρέμφ. παραβλεφθεί : προσποιούμαι ότι δε βλέπω κτ., ανέχομαι κτ., δείχνομαι επιεικής, αδιαφορώ για κτ., δε δίνω μεγάλη σημασία: Tα λάθη είναι τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί να τα παραβλέψει κανείς. Mην είσαι τόσο αυστηρός, παράβλεπε λιγάκι.
[λόγ. < ελνστ. παραβλέπω, αρχ. σημ.: `βλέπω σφαλερά΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβλέπω 2, -ομαι Ρ αόρ. παραείδα, απαρέμφ. παραδεί, παθ. αόρ. παραειδώθηκα, απαρέμφ. παραϊδωθεί, μππ. παραϊδωμένος : α. βλέπω, συναντώ κπ. πάρα πολύ συχνά: Παραειδωθήκαμε τώρα τελευταία. β. συνήθ. στην εκφορά βλέπω και ~, βλέπω πολύ καλά.
[παρα- 2 + βλέπω]