Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβιάζω [paraviázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ενεργώ βίαια, χρησιμοποιώ βίαια μέσα (για να ανοίξω κτ., για να μπω κάπου κτλ.): ~ την πόρτα / τα σύνο ρα / το πανεπιστημιακό άσυλο. Bρήκαν την κλειδαριά του διαμερίσματος παραβιασμένη. 2. παραβαίνω, αθετώ συμφωνία, όρο, υπόσχεση: Παραβίασαν τη συνθήκη / τα συμφωνημένα. ΦΡ ~ ανοιχτές θύρες*.
[λόγ. < ελνστ. παραβιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραβιάζω.
-
- I. Ενεργ.
- α) Εξαναγκάζω, υποχρεώνω με τη βία κάπ. να κάνει κ.:
- (Διγ. Gr. 490)·
- β) πιέζω κάπ. επίμονα, φορτικά:
- επείν επαραβίασέ τον, καν και μη θέλων λέγει (Λίβ. Esc. 57).
- α) Εξαναγκάζω, υποχρεώνω με τη βία κάπ. να κάνει κ.:
- II. (Μέσ.) βιάζομαι πολύ, επείγομαι να κάνω κ. αμέσως:
- ο Ράδουλος έγραψε προς εκείνη να μη παραβιάζεται, μόνε να υπομείνει (Ιστ. Βλαχ. 680).
[μτγν. παραβιάζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.