Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραβγαίνω.
-
- 1) (Αμτβ.) βγαίνω λίγο έξω:
- Αβγά εγέννα δίκροκα (ενν. η όρνιθα), … να παραβγεί την πόρτα της δεν ήθελε ν’ αφήσει (ενν. η χήρα) (Γαδ. διήγ. 256).
- 2) (Αμτβ., μτβ. και με εμπρόθ.) παρεκκλίνω ηθικά, παρανομώ, παραβαίνω, παραβιάζω:
- Η Εύα … ετάγισέ με εκ τον καρπόν· αυτείνη επαραβγήκε (Πικατ. 503)·
- παραβγαίνομεν και το ή κεφάλαιον της εν Καρθαγένῃ αγίας συνόδου (Δαμασκ. Στουδ., Διάλ. 455· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 355r).
[<παρεκβαίνω. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- 1) (Αμτβ.) βγαίνω λίγο έξω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβγαίνω 1 [paravjéno] Ρ αόρ. παραβγήκα, απαρέμφ. παραβγεί : βγαί νω από το σπίτι περισσότερο από το κανονικό, από όσο πρέπει: Aς καθίσουμε και λίγο μέσα· παραβγήκαμε αυτόν το μήνα.
[παρα- 2 + βγαίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβγαίνω 2 : (προφ.) συναγωνίζομαι, αναμετριέμαι με κπ.: Δεν του παραβγαίνει κανείς στη γρηγοράδα / στην τόλμη / στην τέχνη. Παραβγαίνουμε στο τρέξιμο;
[παρα- 1 βγαίνω]