Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβαίνω [paravéno] -ομαι Ρ αόρ. γ' πρόσ. παρέβη, παρέβησαν, απαρέμφ. παραβεί, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : αθετώ κτ. συμφωνημένο, παραβιάζω κτ. θεσμοθετημένο: ~ συμφωνίες / νόμους / κανονισμούς / διατάξεις. Οι αντικυβερνητικοί στρατιώτες παρέβησαν τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός.
[λόγ. < αρχ. παραβαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραβαίνω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Περνώ δίπλα από κ., προσπερνώ κ.·
- (σε μεταφ.):
- ανέστελλον … την γνώμην …, αλλά σαφώς αδύνατον πυρ παραβήναι χόρτον (Διγ. Z 2695).
- (σε μεταφ.):
- 2) Παραβαίνω, αθετώ, δεν τηρώ κ.:
- (Ιστ. πατρ. 17515), (Διγ. Z 781), (Ερμον. Ε 425).
- 1) Περνώ δίπλα από κ., προσπερνώ κ.·
- Β́ Αμτβ.
- 1) Παρακούω· αμαρτάνω:
- ως καρδιογνώστης Θεός … ήξευρεν ότι ο Αδάμ θέλει παρέβει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 45v).
- 2) (Με την πρόθ. από + αιτιατ.) παραβαίνω, δεν τηρώ κ.:
- ποτέ του δεν ήθελε (ενν. ο εκκλησιάρχης) … να παρέβει έξω από εκείνο οπού όριζαν οι θείοι νόμοι (Ιστ. πατρ. 9821).
- 1) Παρακούω· αμαρτάνω:
[αρχ. παραβαίνω. Η λ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.